- ἐξερείπω
- ἐξερείπω1 strike off εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλας δρυός (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψῃ κεν Bergk: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) P. 4.264
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εξερείπω — ἐξερείπω (Α) [ερείπω] 1. κόβω 2. πέφτω στη γη («ὡς δ ὅθ ὑπὸ πληγῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῡς», Ομ. Ιλ.) 3. προβάλλω, προεξέχω («ᾖ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
ἐξεριπόντα — ἐξερείπω strike off aor part act neut nom/voc/acc pl ἐξερείπω strike off aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήριπεν — ἐξερείπω strike off aor ind act 3rd sg ἐξερείπω strike off aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερείπουσα — ἐξερείπω strike off pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερείψειεν — ἐξερείπω strike off aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεριποῦσα — ἐξερείπω strike off aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεριπόντες — ἐξερείπω strike off aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεριπόντος — ἐξερείπω strike off aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερίπῃ — ἐξερείπω strike off aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήρειπεν — ἐξερείπω strike off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήρειψεν — ἐξερείπω strike off aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)